Ελληνικός Τίτλος: Αποστροφή
Κατηγορία: Θρίλερ, Δράμα, Τρόμου
Σκηνοθεσία: Roman Polanski
Σενάριο: Roman Polanski, Gerard Brach
Πρωταγωνιστούν: Catherine Deneuve, Ian Hendry, John Fraser, Yvonne Furneaux
Μουσική: Chico Hamilton
Φωτογραφία: Gilbert Taylor
Μοντάζ: Dov Hoenig
Χώρα Παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 105 min
Η Carole, που είναι η μικρότερη, εργάζεται σε ένα ινστιτούτο ομορφιάς. Σε αντίθεση με την αδελφή της που διατηρεί παράνομο δεσμό με έναν παντρεμένο, τον Michael, η ερωτική ζωή της πανέμορφης Carole είναι ανύπαρκτη και όλη η σχέση της με το αντίθετο φύλο περιορίζεται στο επίμονο, αλλά άκαρπο φλερτ ενός ρομαντικού νέου, του Colin, που τον απορρίπτει συνεχώς, αφού η ίδια διακατέχεται από μία αρνητική προδιάθεση απέναντι στους άνδρες.
Το πρόβλημά της γίνεται εντονότερο από την παρουσία του Michael στο σπίτι. Την ενοχλούν τα προσωπικά αντικείμενα του άνδρα που βρίσκονται στο μπάνιο δίπλα στα δικά της και τις νύχτες μένει ξύπνια ακούγοντας τις ερωτικές κραυγές της αδελφής της από το διπλανό δωμάτιο.
Η ψυχολογική της κατάσταση αρχίζει να κλονίζεται όταν η Helene και ο εραστής της φεύγουν από το σπίτι για ένα δεκαπενθήμερο διακοπών στην Ιταλία. Η Carole θα κλειστεί τελείως στον εαυτό της, θα κλειδωθεί στο σπίτι, δεν θα ξαναπάει στην δουλειά της και τις νύχτες, πνιγμένη στους εφιάλτες και στις παραισθήσεις της, θα δέχεται τον φρικτό βιασμό από άνδρες που την περιμένουν στο δωμάτιό της...
Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Γαλλοπολωνού σκηνοθέτη Roman Polanski, το «Repulsion», είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ που σημάδεψε την δεκαετία του ’60 και θεωρήθηκε σταθμός για τα κινηματογραφικά δεδομένα της εποχής, ανοίγοντας μια νέα χρυσή σελίδα στον κατάλογο με τις ταινίες του είδους του.
Πρόκειται για το πρώτο μέρος της άτυπης τριλογίας των ταινιών "διαμερίσματος" όπως τις αποκάλεσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η οποία ακολουθήθηκε με το ατμοσφαιρικό «Rosemary' s Baby» το 1968 και ολοκληρώθηκε με το εκπληκτικό, «The Tenant» το 1976.
Το σενάριο της ταινίας, αρκετά πρωτότυπο, αναφέρεται σε μια νεαρή κοπέλα που πάσχει από αγοραφοβία με επακόλουθο να νιώθει αποστροφή για τον έρωτα, και όλα όσα συμβαίνουν γύρω της -πράγματα φυσιολογικά για έναν υγιή άνθρωπο- συντελούν στο να χάσει τελείως τα λογικά της.
Ο Polanski επιδεικνύοντας μοναδικό ταλέντο, καταφέρνει και μεταφέρει στην οθόνη με αργό, βασανιστικό και ταυτόχρονα αριστουργηματικό τρόπο, την ψυχολογική κατάρρευση της ηρωίδας μέχρι το σημείο εκείνο, που η παράνοια και η σχιζοφρένεια χτίζουν ένα εφιαλτικό κόσμο στα μάτια του θεατή και αποφέρουν τραγικά αποτελέσματα στην ίδια, αλλά και σε όσους την περιτριγυρίζουν.
Η πανέμορφη Γαλλίδα, Catherine Deneuve, με την εξαιρετική ερμηνεία της μονοπωλεί το ενδιαφέρον με τρόπο τέτοιο που όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί που πλαισιώνουν το καστ, παρά το γεγονός ότι υποδύονται τους ρόλους τους πολύ καλά, δείχνουν δίπλα της σαν διακοσμητικά στοιχεία. Βιώνει πραγματικά τον ρόλο της με τρόπο άκρως ρεαλιστικό και τα μάτια της, δείχνουν στον θεατή, ότι όσα εξελίσσονται πίσω από τις κάμερες μπορεί να της συμβαίνουν και στην πραγματική της ζωή. Πρόκειται για μια ερμηνεία ασύλληπτη που δεν μπορεί να δεχθεί καμία απολύτως κριτική.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Gilbert Taylor είναι υπέροχη. Στην αρχή απαλή και φωτεινή και όσο περνάει η ώρα σκοτεινιάζει, γίνεται μουντή, κάνοντας ταυτόχρονα πιο έντονες τις αντιθέσεις του άσπρου-μαύρου.
Οι χρήσεις ευρυγωνίων φακών, οι περίεργες γωνίες λήψεις και τα παιχνίδια της κάμερας με τις σκιές, συντελούν στο μέγιστο για την δημιουργία μιας ψυχοπλακωτικής και τρομακτικής ατμόσφαιρας, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μεταδώσουν στον θεατή τις υποκειμενικές καταστάσεις του μυαλού της ηρωίδας.
Το γρήγορο μοντάζ του Dov Hoenig, αποφέρει εξαιρετικά αποτελέσματα, ειδικά μετά τα μισά της ταινίας, κατά την διάρκεια των παραισθήσεων, στις σκηνές που η παράνοια φτάνει στην αποκορύφωσή της.
Αυτό όμως που πραγματικά απογειώνει την ταινία και εκτοξεύει το δράμα, το μυστήριο και τον τρόμο στα ύψη, είναι η αριστοτεχνική χρήση των ήχων. Στην αρχή οι ρεαλιστικοί ήχοι του περιβάλλοντος ακούγονται σαν ένα απλό περιτύλιγμα της εικόνας, κατά την εξέλιξη όμως της ιστορίας γίνονται κομμάτια του εφιάλτη και παίζουν σημαντικό ρόλο στο όλο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή κατά την οποία σε μια από τις παραισθήσεις της ηρωίδας την βιάζουν και παρότι η εικόνα μας δείχνει ότι ουρλιάζει με τρόμο, ακούγεται μόνο ένα ρυθμικό τικ-τακ, από το ρολόι που υπάρχει μέσα στο δωμάτιο.
Η μουσική υπόκρουση του Chico Hamilton είναι κι αυτή υπέροχη. Απαλή και ρομαντική όπου αυτό απαιτείται και ξέφρενη και απόκοσμη με έντονα ξαφνιάσματα που τρομάζουν, ακολουθεί πιστά τον παλμό των εξελίξεων, ντύνει μοναδικά τις εικόνες και καταφέρνει να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι τους.
Οι σκηνές των παραισθήσεων είναι σκηνές ανθολογίας. Οι σκιές, οι ρωγμές στους τοίχους, οι βιασμοί και τα ασώματα χέρια που ξεπροβάλλουν μέσα από τους τοίχους του στενού διαδρόμου, είναι μερικοί από τους εφιάλτες που ζει η ψυχικά διαταραγμένη Carole και μαζί της ζει και ο θεατής που παρακολουθεί την ταινία. Και τα άψυχα πράγματα όμως έχουν ιδιαίτερο ρόλο στο ντεκόρ που έχει στήσει αριστοτεχνικά ο δημιουργός. Το ξυραφάκι του Michael στο μπάνιο, το κουνέλι που έμεινε αμαγείρευτο και σαπίζει στην κάψα του καλοκαιριού και οι πατάτες στην κουζίνα που βγάζουν φύτρες, μοιάζουν σαν να ακολουθούν όχι μόνο την γκροτέσκο εξέλιξη της ιστορίας αλλά και την τραγική κατάληξη της ηρωίδας.
Και πόσα απ’ όλα αυτά που παρακολουθούμε είναι δημιουργήματα μιας νοσηρής φαντασίας και πόσα όχι; Αν εξαιρέσουμε τις ρωγμές και τα χέρια στους τοίχους, όλα τ’ άλλα μπορεί να συμβαίνουν και στην πραγματικότητα. Τα όρια μεταξύ της αλήθειας και της φαντασίας καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας παραμένουν δυσδιάκριτα και αδιευκρίνιστα.
Και το τελευταίο πλάνο κατά το οποίο (ξανα)βλέπουμε την οικογενειακή φωτογραφία της Carole, τότε που ήταν ένα μικρό κοριτσάκι τι σκοπό έχει; Αυτό που παρατηρούμε και στο οποίο θέλει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης να εστιάσουμε κάνοντας ζουμ με την κάμερα, είναι το πρόσωπο της μικρής. Αποτραβηγμένη, απομακρυσμένη απ' την οικογένεια, δείχνει φοβισμένη και τρομαγμένη. Στο μάτι της φαίνεται η "αποστροφή" που δείχνει απέναντι στον πατέρα της. Γιατί άραγε; Μήπως είχε πέσει θύμα βιασμού από εκείνον; Μήπως τελικά αυτή είναι και η αιτίας της αποστροφής της απέναντι στους άνδρες και τον έρωτα; Μήπως τελικά με το φινάλε ξεδιαλύνονται τα πάντα και δεν υπάρχει πια μυστήριο; Μήπως πάλι όχι;
Το «Repulsion» έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1965 στο Φεστιβάλ Καννών και ένα μήνα μετά ανέβηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες του Λονδίνου, όπου και είχε μεγάλη αποδοχή από το κοινό δημιουργώντας πλήθος συζητήσεων.
Στο 15ο Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1965, τιμήθηκε με το Βραβείο FIPRESCI και μία Ασημένιο Άρκτο, ενώ είχε υποψηφιότητα και για ένα Βραβείο BAFTA.
Η ταινία άνοιξε το δρόμο για την είσοδο του Polanski στις κινηματογραφικές αίθουσες της Δυτικής Ευρώπης και έκανε σε όλους γνωστή την εξαιρετική νεαρή ηθοποιό από την Γαλλία, Catherine Deneuve.
Στην εποχή της προωθήθηκε ως ταινία τρόμου αλλά σήμερα θεωρείται ένα κλασικό ψυχολογικό θρίλερ που ασχολείται με το δράμα και το ψυχολογικό αδιέξοδο μιας νεαρής κοπέλας.
Στον κινηματογραφικό δικτυακό τόπο, Rotten Tomatoes, η ταινία κατέχει σήμερα το 100% στην βαθμολογία μεταξύ των κριτικών και το 86% μεταξύ του κοινού. Στην ιστοσελίδα Metacritic, κατέχει 91/100 βαθμολογία με βάση τις αξιολογήσεις από 7 κριτικούς, και 8.1/10 βαθμολογία από το κοινό.
Ο κριτικός κινηματογράφου Jim Emerson, περιλαμβάνει το «Repulsion» στη λίστα του με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.