Ελληνικός Τίτλος: Κολασμένες ψυχές
Κατηγορία: Έγκλημα, Δράμα, Νουάρ
Σκηνοθεσία: Michael Curtiz
Σενάριο: John Wexley, Warren Duff
Πρωταγωνιστούν: James Cagney, Pat O'Brien, Humphrey Bogart, “Dead End Kids”, Ann Sheridan, George Bancroft
Μουσική: Max Steiner
Φωτογραφία: Sol Polito
Μοντάζ: Owen Marks
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 97 min
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο Ρόκι έχει γίνει ένας αδίστακτος γκάνγκστερ που μπαινοβγαίνει συνεχώς στις φυλακές, ενώ αντίθετα ο Τζέρι, αφήνοντας πίσω του το εγκληματικό παρελθόν, έχει ακολουθήσει τον δρόμο του θεού κι έχει γίνει ιερέας στην γειτονιά που μεγάλωσε.
Μετά από μία αποφυλάκισή του ο Ρόκι, αποφασίζει α επιστρέψει στη παλιά του γειτονιά. Παράλληλα διεκδικεί από το δικηγόρο του Τζέιμς Φρέιζερ (Humphrey Bogart) το ποσό των 100.000 δολαρίων, χρήματα τα οποία του είχε εμπιστευτεί κατά την διάρκεια τη έκτισης της ποινής του. Μαζί μ' αυτά διεκδικεί και την επίβλεψη μέρους της πόλης από τον γκάνγκστερ Μακ Κίφερ (George Bancroft). Με την επιστροφή του συναντά τον Τζέρι καθώς και τη Λόρι Φέργκιουσον (Ann Sheridan) μια γνωστή επίσης από τα παλιά. Ο ιερέας πλέον, Τζέρι, έχει δημιουργήσει κάτι σαν κέντρο προστασίας για τα παιδιά της κακόφημης αυτής γειτονιάς, προσπαθώντας να τα ωθήσει σε υγιείς δραστηριότητες και να τα κρατήσει μακριά από την παρανομία. Η επιστροφή του παιδικού του φίλου, έχει αρνητική επιρροή για κάποια απ´ τα παιδιά, τα οποία βλέπουν το Ρόκι ως πρότυπο. Έτσι ο Τζέρι, αναγκάζεται να καταγγείλει τον παλιό του φίλο και το οργανωμένο έγκλημα που μαστίζει την πόλη. Η σύγκρουση των δύο ηρώων είναι αναπόφευκτη…
Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες ταινίες "νουάρ" της δεκαετίας του 1930, και μία από αυτές που προετοίμασαν τον δρόμο για όλες αυτές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια.
Δεν είναι η ταινία που μπορεί να χαρακτηρισθεί και πολύ εύκολα ως “αριστούργημα”, είναι όμως το φιλμ που μπορεί κάλλιστα να φέρει τον όρο του “κλασικού” και να χαρακτηρισθεί ως “ταινία πρότυπο” καθώς καθιέρωσε ένα νέο τρόπο απεικόνισης του υπόκοσμου της εποχής, και παράλληλα παρουσίασε για πρώτη φορά ένα σύστημα με διεφθαρμένους κρατικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, δημοσιογράφους κλπ.
Η ταινία κυκλοφόρησε την εποχή που στο Χόλυγουντ επικρατούσε ο “κώδικας Χέιζ” σύμφωνα με τον οποίο όλες οι ταινίες περνούσαν από λογοκρισία και αναλόγως τις σκηνές βίας που περιείχαν ή κρινόντουσαν ακατάλληλες ή υποχρεωνόντουσαν οι παραγωγοί να αφαιρέσουν αρκετές σκηνές. Στο «Angels with Dirty Faces» ο ικανότατος και ιδιοφυής σκηνοθέτης Michael Curtiz, κατάφερε και απεικόνισε την ζωή και τις πράξεις των γκάγκστερ κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’30 στις ΗΠΑ, με σκηνές βίας που περισσότερο πλάθονται στην φαντασία του θεατή και λιγότερο εμφανίζονται στα μάτια του. Επίσης, η τελική υπερίσχυση του «καλού» απέναντι στο «κακό» ήταν ένας ακόμα σημαντικότατος λόγος που η ταινία κυκλοφόρησε χωρίς να λογοκριθεί.
Το επιτελείο των ηθοποιών που απαρτίζει το πρωταγωνιστικό καστ είναι εξαίρετο. Ο James Cagney, για άλλη μια φορά σε ρόλο κακοποιού είναι πειστικότατος. Η ερμηνεία του στις τελευταίες σκηνές της ταινίας συγκλονίζει.
Υπέροχη ερμηνεία δίνει και ο Pat O'Brien στο ρόλο του μετανιωμένου λωποδύτη που ακολουθεί τον δρόμο της καλοσύνης και του Θεού.
Ο Humphrey Bogart, στον ρόλο του διεφθαρμένου δικηγόρου, σε έναν δεύτερο ρόλο καθώς ακόμα τότε δεν είχε αναδειχθεί ως πρωτοκλασάτος ηθοποιός, είναι στιβαρή και μετρημένη, προμηνύοντας τι θα επακολουθούσε πολύ λίγα χρόνια αργότερα σχετικά με την εκτόξευση της καριέρας του.
Άξια αναφοράς είναι και η παρουσία των “Dead End Kids” οι οποίοι ερμηνεύουν τα νεαρά πρόσωπα της παιδικής συμμορίας στην γειτονιά του Ρόκι. Οι “Dead End Kids” υπήρξε ένας θίασος αποτελούμενος από εφτά νεαρούς ηθοποιούς οι οποίοι, από το 1934 έως και το 1958 συμμετείχαν σαν ομάδα σε αρκετές ταινίες αλλά και σε τηλεοπτικές σειρές σημειώνοντας επιτυχία.
Τέλος, σε τεχνικό επίπεδο η ταινία μπορεί να κριθεί (για την εποχή της) ως αρτιότατη: το σωστό στήσιμο της κάμερας, τα άψογα σκηνικά, η καλή φωτογραφία, το γρήγορο μοντάζ, και η πολύ καλή μουσική επένδυση από τον εξαίρετο και πολύπειρο Max Steiner, είναι μερικά από τα κυριότερα στοιχεία της που αξίζει να αναφερθούν.
Το «Angels with Dirty Faces» κυκλοφόρησε στην Αμερική στις 26 Νοεμβρίου 1938, αποσπώντας θετικές κριτικές και θέτοντας τρεις υποψηφιότητες για Βραβείο Όσκαρ (Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου και Πρωτότυπου Σεναρίου) χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να διακριθεί σε κάποια κατηγορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση