Αγγλικός Τίτλος: A Fistful of Dollars
Ελληνικός Τίτλος: Για μια χούφτα δολάρια
Κατηγορία: Γουέστερν
Σκηνοθεσία: Sergio Leone
Σενάριο: Adriano Bolzoni, Víctor Andrés, Sergio Leone
Πρωταγωνιστούν: Clint Eastwood, Gian Maria Volonté, Marianne Koch
Μουσική: Ennio Morricone
Φωτογραφία: Massimo Dallamano, Federico G. Larraya
Μοντάζ: Roberto Cinquini, Alfonso Santacana
Χώρα Παραγωγής: Ιταλία - Ισπανία - Δυτική Γερμανία
Χρώμα: Έγχρωμη
Διάρκεια: 99 min
Μετά την πρώτη του επαφή με το ξενοδόχο, μαθαίνει ότι στην πόλη κυριαρχούν δυο μεγάλες οικογένειες οι οποίες έχουν σκορπίσει τον τρόμο στους γύρω τους, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται σε μεγάλη κόντρα μεταξύ τους καθώς, μάχονται για την κυριαρχία στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή.
Η μια οικογένεια είναι αυτή των Baxters, που ασχολούνται με το λαθρεμπόριο όπλων, ενώ η άλλη είναι η οικογένεια των μεξικανών Rohos, που ασχολούνται κυρίως με το λαθρεμπόριο ποτών.
Στους Baxters τον πρώτο λόγο έχει η σκληροτράχηλη Consuelo Baxter, σύζυγος του ανίσχυρου πλέον σερίφη της πόλης, John Baxter.
Στην αντίπερα όχθη, αρχηγός των Rohos είναι ο πιο λογικός και μεγαλύτερος σε ηλικία εκ των δύο αδελφών, Miguel Roho. Ο μικρότερος αδελφός του όμως, ο Ramon, είναι ο "φόβος και ο τρόμος" όλων, καθώς είναι ένας αδίστακτος φονιάς και άσσος στα όπλα.
Μέχρι την στιγμή που κάνει την εμφάνισή του στην πόλη ο ξένος, τα πράγματα είναι σχετικά ήσυχα αφού οι δύο οικογένειες κοιτάνε τις δουλειές τους και δεν πολυασχολούνται με τους άλλους. Όμως ο σκληροτράχηλος άγνωστος που έχει σαν μοναδικό σκοπό να κερδίσει χρήματα, καταστρώνει τα σχέδιά του και εκμεταλλευόμενος τις καταστάσεις, συμμαχεί πότε με την μία οικογένεια πότε με την άλλη, αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη και φέρνοντας ταυτόχρονα αναταραχή στην μικρή πόλη...
Με ένα σενάριο που κατά κύριο λόγο βασίζεται στην Ιαπωνική ταινία «Yojimbo» (1961), του Akira Kurosawa, το «Για μια χούφτα δολάρια» (Per un pugno di dollari, ο αυθεντικός τίτλος) σηματοδοτεί ένα νέο είδος ταινιών, τα “Spaghetti Western”, ένας χαρακτηρισμός που αρχικά ξεκίνησε περιπαικτικά, έχοντας ως πηγή έμπνευσης την αγάπη των Ιταλών για το σπαγγέτι. Ο τίτλος αυτός όμως με τα χρόνια καθιερώθηκε, διαχωρίζοντας τα κλασικά αμερικάνικα γουέστερν από αυτά, τα πιο “μοντέρνα”, που καθιέρωσε η εν λόγω ταινία. Η διαφορά των δύο ειδών εστιάζεται κυρίως στο ύφος και πιο συγκεκριμένα στο γεγονός ότι, τα πιο παλιά γουέστερν παρουσίαζαν το Φαρ Ουέστ με μία πιο ρομαντική-νοσταλγική άποψη, και με εμφανή διαχωρισμό των χαρακτήρων σε καλούς και σε κακούς, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Στο «A Fistful of Dollars» ο πρωταγωνιστής-ήρωας είναι εξ ίσου παράνομος, σκληρός, βίαιος, κυνικός και άπληστος με τους υπόλοιπους “κακούς”. Δεν είναι ο ήρωας που κάνει το κάλο, αλλά είναι ο αδίστακτος άνθρωπος που «για μια χούφτα δολάρια», μπορεί να κάνει τα πάντα.
Ο άγνωστος μέχρι τότε Ιταλός σκηνοθέτης Sergio Leone (στους τίτλους αναφέρεται με το ψευδώνυμο Bob Robertson) κινηματογραφεί με τρόπο ανεπανάληπτο και πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής. Ο τρόπος που μπαίνουν οι ήρωες στα πλάνα και η εστίαση στα χαρακτηριστικά των προσώπων τους είναι εξαιρετικός και απεικονίζει τη συναισθηματική τους φόρτιση μοναδικά, δημιουργώντας έντονο σασπένς.
Στην μουσική επένδυση της ταινίας ο έξοχος Ennio Morricone (αναφέρεται με το ψευδώνυμο Dan Savio) συνθέτει ένα μνημειώδες soundtrack, το οποίο δένει άψογα με τα πλάνα δημιουργώντας μία απίστευτη ατμόσφαιρα.
Στον κεντρικό ρόλο, ο άσημος μέχρι τότε Αμερικανός ηθοποιός Clint Eastwood, υποδύεται τέλεια τον ρόλο του, και μετά και τις επόμενες εμφανίσεις του σε ανάλογες ταινίες, θα μείνει στην ιστορία ως τον πιο χαρακτηριστικό πιστολέρο που ανέδειξε ποτέ η μεγάλη οθόνη. Πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ρόλο είχαν προταθεί ονόματα όπως ο Henry Fonda, Charles Bronson, James Coburn και άλλοι αστέρες της εποχής, οι οποίοι όμως για δικούς τους λόγους αρνήθηκαν.
Στους άλλους βασικούς ρόλους εμφανίζονται ο εξαιρετικός Ιταλός ηθοποιός Gian Maria Volonté (αναφέρεται με το ψευδώνυμο Johnny Wels) και η γοητευτική Γερμανίδα Marianne Koch. Και οι δυο τους στέκονται αντάξιοι των περιστάσεων, συνεισφέροντας με τις πολύ καλές ερμηνείες τους στην τεράστια επιτυχία της ταινίας.
Τέλος άξιας αναφοράς είναι το γεγονός ότι λόγω τις πολυεθνικότητας των συντελεστών, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων ο κάθε ηθοποιός έλεγε τις ατάκες στην γλώσσα του και στην τελική διαδικασία του μοντάζ έγινε το ντουμπλάρισμα των φωνών.
Το «Per un pugno di dollari» κυκλοφόρησε στην Ιταλία στις 12 Σεπτέμβριου του 1964, σημειώνοντας τεράστια εισπρακτική επιτυχία, σε σημείο που απέφερε τα περισσότερα έσοδα από οποιαδήποτε άλλη Ιταλική ταινία μέχρι τότε. Στην συνέχεια παίχτηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου κι εκεί κινήθηκε με ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιανουάριο του 1967 με τον τίτλο «A Fistful of Dollars» όπου απέφερε έσοδα 4,500,000 κατά την πρώτη της προβολή, ενώ τα τελικά έσοδά της στην αμερικάνικη αγορά, ανήρθαν στα 14.500.000 δολάρια.
Η τεράστια απήχηση της ταινίας στάθηκε η αφορμή για δύο συνέχειές της, το «For a Few Dollars More» το 1965, και το αναμφισβήτητα κορυφαίο εκ των τριών, «The Good, the Bad and Ungly» το 1966, με πρωταγωνιστή και πάλι τον Clint Eastwood, στην σκηνοθεσία τον Sergio Leone και στην μουσική τον Ennio Morricone. Μεταγενέστερα, η τριλογία αυτή ονομάστηκε "The Man With No Name Trilogy".
Ένα remake της ταινίας (και κατ’ επέκταση και του «Yojimbo») κυκλοφόρησε το 1996 με τον τίτλο «Last Man Standing», σε σκηνοθεσία Walter Hill και με πρωταγωνιστή τον Bruce Willis. Η ταινία αυτή παρουσιάζει με έξυπνο τρόπο μια γκανγκστερική εκδοχή του θέματος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φτάνει στα ποιοτικά επίπεδα των προκατόχων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση