Ελληνικός Τίτλος: Απληστία (ή) Τα Αρπακτικά
Κατηγορία: Δράμα
Σκηνοθεσία: Erich von Stroheim
Σενάριο: Frank Norris (Μυθιστόρημα), Erich von Stroheim (Προσαρμογή Σεναρίου)
Πρωταγωνιστούν: Gibson Gowland, Zasu Pitts, Jean Hersholt
Μουσική: William Axt (1924 Original version), Carl Davis (1986 Alternate version), Robert Israel (1999 Reconstruction)
Φωτογραφία: William H. Daniels, Ben F. Reynolds
Μοντάζ: Erich von Stroheim, Frank Hull (Original versions - 9,5 hrs / 6 hrs), Joseph Farnham (140 min version), Glenn Morgan (1999 Reconstruction - 239 min)
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 140 min (Original), 239 min (1999 Reconstruction)
Υπήρξε η δεύτερη προσπάθεια μεταφοράς στην μεγάλη οθόνη του βιβλίου καθώς, είχε προηγηθεί η ταινία «McTeague» του 1916, σε σκηνοθεσία Barry O'Neil, με πρωταγωνιστές τους Holbrook Blinn, Walter Greene και Philip Robson.
Η αρχική διάρκεια της ταινίας ήταν 570 λεπτά (9μιση ώρες!) και ακολουθούσε επακριβώς την πλοκή του βιβλίου, στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμη και τους διαλόγους. Την κόπια αυτή παρακολούθησαν σε μια πριβέ προβολή μόνο δώδεκα άτομα, στις 12 Ιανουαρίου του 1924. Μετά την προβολή αυτή και κατόπιν απαίτησης των παραγωγών, ο Stroheim υποχρεώθηκε να ξαναμοντάρει την ταινία του έτσι ώστε η διάρκειά της να μην ξεπερνά τις 6 ώρες με σκοπό η προβολή της να γίνει σε δύο μέρη. Στην συνέχεια η ταινία υπέστη κι άλλες περικοπές, φτάνοντας έτσι η διάρκειά της στις 4 ώρες. Μετά το γεγονός αυτό ο σκηνοθέτης παραιτήθηκε κι έτσι οι υπεύθυνοι βρήκαν την ευκαιρία να την περικόψουν κι άλλο. Όταν τελικά η ταινία έκανε την πρώτη επίσημη προβολή της, στις 26 Ιανουαρίου του 1925, είχε διάρκεια 140 λεπτών.
Ο Stroheim που παρακολούθησε την προβολή αυτή απογοητεύτηκε οικτρά και δήλωσε χαρακτηριστικά: «Όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, ήταν σαν να έβλεπα ένα πτώμα σε φέρετρο..» «...Ακόμη κι αν σας μιλούσα ακατάπαυστα για τρεις εβδομάδες, δεν θα μπορούσα να περιγράψω ούτε για λίγο τον πόνο ψυχής που ένιωσα όταν αντίκρισα τον ακρωτηριασμό του πιο ειλικρινούς μου έργου».
Δυστυχώς για τον σύγχρονο θεατή, οι 42 μπομπίνες του φιλμ που αποτελούσαν το πρωτότυπο υλικό του «Greed» καταστράφηκαν (κατά λάθος ή ηθελημένα κατόπιν κάποιας εντολής) από έναν επιστάτη της MGM, ο οποίος καθαρίζοντας τον χώρο, τις αποτέφρωσε. Αυτή η ολοκληρωμένη βερσιόν της ταινίας που χάθηκε, έχει χαρακτηρισθεί ως το «Ιερό Δισκοπότηρο» του κινηματογράφου.
Η ιστορία του «Greed» τοποθετείται στο Σαν Φρανσίσκο, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο McTeague (Gibson Gowland), είναι ένας κατά βάθος καλόψυχος χρυσωρύχος, που ύστερα από προτροπή της μητέρας του, ακολουθάει το επάγγελμα του οδοντίατρου. Ο McTeague, ερωτεύεται την Trina Sieppe (Zasu Pitts), με την οποία είναι ερωτευμένος ο εξάδελφός της, αλλά και καλύτερος φίλος του, ο Marcus (Jean Hersholt).
Ο Marcus, για χάρη της φιλίας αποφασίζει να κάνει πίσω κι έτσι ο McTeague, παντρεύεται την Trina.
Οι καταστάσεις όμως θα αλλάξουν όταν η Trina, κερδίζει ένα λαχείο που έχει σαν έπαθλο 5.000 δολάρια -ένα λαχείο που είχε αγοράσει πριν γνωρίσει τον σύζυγό της. Οι εξελίξεις είναι δυσάρεστες καθώς, η ίδια παθαίνει εμμονή με τα χρήματα, ενώ ο McTeague, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον ζηλόφθονο Marcus, αναγκάζεται να κλείσει το ιατρείο του και οδηγείται στο αλκοόλ και στην αλητεία. Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι τραγικά, μέχρι την κορύφωση του δράματος, που είναι η τελική αναμέτρηση των δύο αντρών στην Κοιλάδα του Θανάτου...
Αυτή είναι με λίγα λόγια η κεντρική ιστορία της «Απληστίας» και στα παραπάνω γεγονότα θέλησαν να εστιάσουν αυτοί που περιέκοψαν την ολοκληρωμένη δημιουργία του Erich von Stroheim.
Η ταινία, κατά την αρχική της κυκλοφορία, στην κόπια των 140 λεπτών, σημείωσε μεγάλη εμπορική αποτυχία αφού, έχοντας ένα προϋπολογισμό που έφτανε τις 600.000 δολάρια, δεν κατάφερε από τις εισπράξεις της να συγκεντρώσει ούτε τα μισά. Έτσι ξεχάστηκε γρήγορα, μένοντας για χρόνια ανέγγιχτη, στα ράφια της MGM.
Παραδόξως όμως, από τη δεκαετία του ‘50 και μετά, άρχισε να θεωρείται ως μία από τις μεγαλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ και δεν ήταν λίγοι οι κριτικοί και οι μελετητές του χώρου που άρχισαν να την εξυμνούν, ενώ αρκετοί σημαντικοί κινηματογραφιστές έκαναν λόγο για την επιρροή που είχε στο έργο τους.
Τα περισσότερα σχόλια μίλαγαν για τις εξαιρετικά ρεαλιστικές απεικονίσεις της με πλάνα που γυρίστηκαν στα πραγματικά μέρη που αναφέρει το σενάριο, για τους σκληρούς και ανελέητους χαρακτήρες της -χαρακτήρες που μέχρι και σήμερα συμπεριλαμβάνονται στους πιο κακούς και βίαιους του παγκοσμίου κινηματογράφου, και για τον αριστουργηματικό τρόπο αφήγησης κατά τον οποίο οι τρεις κεντρικοί ήρωες από νέοι άνθρωποι συνδεδεμένοι με δεσμούς έρωτα ή φιλίας μεταμορφώνονται σταδιακά σε ανθρώπινα τέρατα που τελικά αλληλοεξοντώνονται, χάνοντας έτσι την οποιαδήποτε εκτίμηση από τον θεατή και ταυτόχρονα τον πρωταγωνιστικό ρόλο αφού πλέον, πρωταγωνιστής στην ταινία γίνεται το χρήμα και ο χρυσός· ένα στοιχείο που απεικονίζεται πολλές φορές σε αρκετά πλάνα, και με την χρήση ενός αρκετά πρωτοποριακού για την εποχή οπτικού εφέ, έχει χρώμα κίτρινο.
Άλλες αναφορές πάλι που εξήραν την ταινία, μιλούν για τις πρωτοποριακές τεχνικές κινηματογράφησης του Stroheim, ο οποίος είναι από τους πρώτους σκηνοθέτες που έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο βάθος πεδίου και στο μοντάζ. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της γαμήλιας τελετής κατά την οποία από το παράθυρο φαίνεται το πέρασμα μια νεκρώσιμης πομπής. Άλλη σκηνή ανθολογίας είναι η τελική σκηνή στην έρημο κατά την οποία οι δύο πρωταγωνιστές, κάτω υπό πραγματικές συνθήκες καύσωνα και σε εξαντλητική κατάσταση, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Το 1999, η κινηματογραφική εταιρία παραγωγών “Turner Entertainment” μετά από χρόνια ερευνών και πραγματικής σκληρής δουλειάς, δημιούργησε μια τετράωρη εκδοχή της ταινίας, βασισμένη σε σημειώσεις και φωτογραφικό υλικό του Stroheim, με την οποία ο σύγχρονος θεατής έρχεται πιο κοντά, αντιλαμβανόμενος καλύτερα το αρχικό όραμα του δημιουργού.
Στην εκδοχή αυτή του «Greed» μέσα από τις φωτογραφίες που έχουν μονταριστεί με τις αυθεντικές κινούμενες εικόνες, και τους πλούσιους και εμπεριστατωμένους μεσότιτλους, που κατά την πλειοψηφία τους είναι φράσεις από το βιβλίο του Frank Norris, γίνεται μια προσπάθεια εμβάθυνσης των χαρακτήρων και γνωρίζουμε αρκετά καλύτερα κι άλλα πρόσωπα που πλαισιώνουν τους τρεις ήρωες όπως, το ζεύγος των ηλικιωμένων με την ευτυχή ρομαντική κατάληξη, και την ιστορία της ηρωίδας που ακούει στο όνομα Maria, που κι αυτή όπως και οι πρωταγωνιστές, πέφτει θύμα της απληστίας και του χρήματος.
Γενικότερα, παρακολουθώντας αυτή την βερσιόν καταλαβαίνουμε ότι ο Erich von Stroheim, ήθελε με την αρχική του δημιουργία των εννιάμισι ωρών, να κάνει όχι μόνο μια λεπτομερή ηθογραφία, αλλά και μία άμεση και οξεία κριτική στον υλιστικό τρόπο ζωής, της εποχής που περιγράφει, μια εποχής που μοιάζει σε πάρα πολλά σημεία με την σημερινή στην οποία ζούμε.
Και μόνο το γεγονός αυτό, πολύ εύκολα σήμερα, κατατάσσει την ταινία στην λίστα με τις πιο κλασικές και διαχρονικές παραγωγές όλων των εποχών. Όσο για την κατεστραμμένη ολοκληρωμένη εκδοχή της, απολύτως δικαιολογημένα, κατέχει μια θέση στο πάνθεον των “χαμένων αριστουργημάτων” της 7ης Τέχνης.
Συγχαρητήρια!!! Την έψαχνα καιρό με ελληνικούς υπότιτλους. Να είστε καλά!!
ΑπάντησηΔιαγραφή