Rebecca (1940)


Ελληνικός Τίτλος: Ρεβέκκα
Κατηγορία: Δράμα, Μυστηρίου, Ρομαντική
Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Σενάριο: Daphne Du Maurier (Μυθιστόρημα) Robert E. Sherwood, Joan Harrison (Σενάριο)
Πρωταγωνιστούν: Laurence Olivier, Joan Fontaine, Judith Anderson, George Sanders
Μουσική: Franz Waxman
Φωτογραφία: George Barnes
Μοντάζ: W. Donn Hayes
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 130 min


Μια νεαρή συνεσταλμένη και πολύ όμορφη κοπέλα (Joan Fontaine), εργάζεται ως συνοδός μιας πλούσιας, ηλικιωμένης κυρίας. Όταν θα βρεθεί στο Μόντε Κάρλο, συνοδεύοντας την εργοδότριά της που κάνει διακοπές, γνωρίζει τον πολύ ευκατάστατο και εξαιρετικά γοητευτικό Άγγλο κύριο, Μαξίμ Ντε Γουίντερ (Laurence Olivier), του οποίου η σύζυγος Ρεβέκκα, έχει πεθάνει πρόσφατα σε ατύχημα. Ο Μαξίμ, που δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τον θάνατο της γυναίκας του, γοητεύεται σχεδόν αμέσως από την ομορφιά και τον χαρακτήρα της και της ζητά βεβιασμένα να παντρευτούν. Εκείνη, που τον έχει ερωτευθεί από την πρώτη στιγμή, δέχεται αμέσως την πρόταση του.
Μετά το ταξίδι του μέλιτος, η νέα κυρία Ντε Γουίντερ, ακολουθεί τον σύζυγό της στην τεράστια και επιβλητική έπαυλή του, στο Μάντερλεϊ, το οποίο βρίσκεται σε μια υπέροχη παραλιακή τοποθεσία, λίγα χιλιόμετρα από το Λονδίνο.
Το όνειρο όμως της νεαρής κοπέλας, να ζήσει ευτυχισμένη και να χαρεί τον έρωτά της δίπλα στον άνδρα της, αρχίζει να χάνεται σχεδόν αμέσως, μετά την άφιξή της στο Μάντερλεϊ. Διαπιστώνει έκπληκτη, ότι η πρώτη γυναίκα του συζύγου της εξακολουθεί να 'χει μια περίεργη επιρροή, ακόμα και μετά το θάνατό της, σε όλο το υπηρετικό προσωπικό και σε όλους όσους ζουν στη έπαυλη.
Η δεύτερη κυρία Ντε Γουίντερ, όντας νέα κι άπειρη και μη γνωρίζοντας πώς να συμπεριφερθεί για να φανεί αντάξια σύζυγος για τον Μαξίμ, για τον οποίο νομίζει ότι είναι ακόμη ερωτευμένος με τη Ρεβέκκα, χάνει εντελώς την αυτοπεποίθησή της και γίνεται εντελώς ευάλωτη. Η κατάσταση γι’ αυτήν θα επιδεινωθεί, όταν θα γνωρίσει πιο καλά, την ψυχρή οικονόμο της έπαυλης, την κυρία Ντάνβερς (Judith Anderson), η οποία απ’ ότι φαίνεται, έχει ψύχωση με την νεκρή, πρώην οικοδέσποινά της...


Η πρώτη ταινία του Alfred Hitchcock επί αμερικανικού εδάφους, βασίζει το σενάριό της στην ομώνυμη νουβέλα της συμπατριώτισσάς του, Daphne Du Maurier, που κυκλοφόρησε το 1938.
Αν και το μυθιστόρημα της Βρετανίδας συγγραφέως, βάσει του θέματός του και της πλοκής του, συγκαταλέγεται στο είδος του ρομαντικού μελοδράματος, ο Hitchcock καταφέρνει και φτιάχνει μια ταινία, που περιέχει πολλά από τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να της δώσουν τον χαρακτηρισμό του ψυχολογικού θρίλερ.
Η ηρωίδα του τίτλου δεν εμφανίζεται ποτέ, η παρουσία της όμως είναι έντονη και συνεχής, αφού τα πάντα μέσα στην έπαυλη είναι ταυτισμένα με αυτήν και φέρουν το όνομά της.
Ο θεατής νιώθει αμέσως την βαριά ατμόσφαιρα της έπαυλης που είναι στοιχειωμένη από τη νεκρή Ρεβέκκα, σχεδόν ταυτόχρονα με την πραγματική ηρωίδα, τη νέα κυρία Ντε Γουίντερ, μια κοπέλα άπειρη, ντροπαλή, διστακτική, σχεδόν ανύπαρκτη, της οποίας το κανονικό όνομα δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της ταινίας, κάτι που γίνεται εσκεμμένα προκειμένου να ενισχυθεί έτσι, η ασημαντότητά της.
Ο Hitchcock, με φόντο το Γοτθικό σκηνικό της έπαυλης και τα ομιχλώδη τοπία των εξωτερικών πλάνων, δημιουργεί μια μυστηριακή και ελαφρώς τρομακτική ατμόσφαιρα, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πρώτες σκηνές της ταινίας στο ηλιόλουστο Μόντε Κάρλο, κατά τις οποίες η ηρωίδα ήταν χαρούμενη, ανέμελη και ζούσε στιγμές πραγματικής ευτυχίας με τον αγαπημένο της, Μαξίμ. Βέβαια, η υπέροχη εισαγωγική σκηνή, αμέσως μετά τους τίτλους, προϊδεάζει τον θεατή για το τι πρόκειται να επακολουθήσει.
Με πολύ δεξιοτεχνικό τρόπο, ο μεγάλος μετρ, οικοδομεί το αμείωτο ενδιαφέρον και την αγωνία, περισσότερο με αυτά που ο θεατής περιμένει να γίνουν, παρά με όσα τελικά γίνονται. Αυτό συμβαίνει μέχρι τα μισά της ταινίας? από εκεί και ύστερα, παίρνουν θέση τα γεγονότα και οι ανατροπές.


Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι υποδειγματικές, με κορυφαία βέβαια την ερμηνεία της εικοσιτριάχρονης τότε, Joan Fontaine. Η όμορφη ηθοποιός, υποδύεται εξαιρετικά την ντροπαλή και συνεσταλμένη νιόπαντρη σύζυγο, που αντιλαμβάνεται ότι η προκάτοχος της, αν και νεκρή, είναι αξεπέραστη τόσο για τον άντρα της αλλά και για όλο το περίγυρό της. Η μεταμόρφωσή της από ονειροπόλο και άβουλο πλάσμα, σε δυναμική γυναίκα που στέκεται στο πλευρό του άνδρα της, είναι εκπληκτική. Λέγεται ότι η νεαρή ηθοποιός επιλέχθηκε από τον Hitchcock, ανάμεσα σε περίπου είκοσι άλλες ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων ήταν και η καταξιωμένη Vivien Leigh, σύζυγος τότε του Laurence Olivier. Το γεγονός αυτό δημιούργησε έντονη αντιπάθεια του Olivier προς το μέρος της Fontaine, με αποτέλεσμα η σχετικά άπειρη ηθοποιός, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων,  να βρίσκεται υπό συνεχή ψυχολογική πίεση. Ο δαιμόνιος Hitchcock, εκμεταλλευόμενος το γεγονός, της πέρασε την ιδέα, ότι όχι μόνο ο Olivier, αλλά και όλο το υπόλοιπο καστ, μαζί με τους τεχνικούς, την αντιπαθούσε. Έτσι, η διστακτικότητα και ο φόβος του χαρακτήρα της στην ταινία, είναι ως ένα μεγάλο βαθμό πραγματικός.
Ο Laurence Olivier, εξαιρετικός για άλλη μια φορά, ερμηνεύει τον βαρύ και δύσκολο ρόλο του πικραμένου Άγγλου γαιοκτήμονα όπως ακριβώς πρέπει, λιτά, χωρίς υπερβολές και έντονους θεατρινισμούς.
Η ερμηνεία όμως που συζητήθηκε πιο πολύ απ’ όλες και μένει χαραγμένη στο μυαλό του θεατή, είναι αυτή της υπέροχης Judith Anderson, στον ρόλο της στρυφνής και ψυχρής οικονόμου της έπαυλης, κυρίας Ντάνβερς. Ανατριχιαστικά ήρεμη και αυτοσυγκεντρωμένη, παράξενη και απόκοσμη, επιθετική και κακόβουλη, με παθολογική αφοσίωση σε βαθμό ψύχωσης, είναι τα σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα που αποδίδει έξοχα, η θαυμάσια Αμερικανίδα ηθοποιός.


Η «Rebecca» είναι μια παραγωγή του διάσημου παραγωγού του Χόλυγουντ David O. Selznick («Όσα παίρνει ο άνεμος», «Ο τρίτος άνθρωπος» κ.ά.)
Έκανε πρεμιέρα στις 12 Απριλίου του 1940, σημειώνοντας σημαντική εισπρακτική επιτυχία και αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.
Βρέθηκε υποψήφια για 11 Βραβεία Όσκαρ στις κατηγορίες, Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου (Laurence Olivier), Α’ Γυναικείου Ρόλου (Joan Fontaine), Β’ Γυναικείου Ρόλου (Judith Anderson), Διασκευασμένου Σεναρίου (Robert E. Sherwood, Joan Harrison), Μουσικής (Franz Waxman), Φωτογραφίας (George Barnes), Μοντάζ (W. Donn Hayes), Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης (Lyle R. Wheeler) και Ειδικών Εφέ και Ήχου (Jack Cosgrove & Arthur Johns). Τελικά τιμήθηκε με δύο αγαλματίδια στις κατηγορίες Καλύτερης ταινίας και Φωτογραφίας. Υπήρξε η πρώτη και η μοναδική ταινία του Alfred Hitchcock, που τιμήθηκε με Όσκαρ.
Σήμερα η «Ρεβέκκα» θεωρείται μια από τις πιο κλασικές ταινίες και ένα διαμάντι του κινηματογράφου, χωρίς όμως να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες ταινίες του μεγάλου Alfred Hitchcock, ο οποίος αναμφίβολα μας έχει επιδείξει άλλες, πιο σημαντικές δημιουργίες του.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση