Κατηγορία: Δράμα
Σκηνοθεσία: Αλέκος Αλεξανδράκης
Σενάριο: Κώστας Κοτζιάς, Τάσος Λειβαδίτης
Πρωταγωνιστούν: Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παΐζη, Αλέκος Πέτσος, Σαπφώ Νοταρά
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Φωτογραφία: Δήμος Σακελλαρίου
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 95 min
Εκεί, μεταξύ άλλων, βρίσκει την μητέρα του, την αδελφή του, την πρώην αγαπημένη του Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη) και τους παλιούς του φίλους, τον “Νεκροφόρα” (Μάνος Κατράκης) ο οποίος είναι πατέρας της Στεφανίας και τον Ασημάκη (Αλέκος Πέτσος). Όλοι οι κάτοικοι του συνοικισμού, που βρίσκεται μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από το κέντρο της Αθήνας, ζουν στην μιζέρια και καθώς ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια.
Η Στεφανία αδιαφορεί για τον Ρίκο, καθώς προτιμά να βγαίνει με μια παρέα πλουσίων αφού αυτό φαίνεται να είναι η μόνη διέξοδος από την φτώχεια της. Ο Ρίκος, μην έχοντας άλλον τρόπο να εξοικονομήσει χρήματα, πείθει τους φίλους του για μια δουλειά με λαθραία που θα τους φέρει κέρδη. Για την δουλειά χρειάζεται κεφάλαιο και ο μόνος τρόπος για να βρεθεί είναι να “σκοτώσουνε” ένα χρυσό βραχιόλι, οικογενειακό κειμήλιο της γυναίκας του Ασημάκη, της Ελένης (Αλέκα Παΐζη).
Όμως όταν ο Ρίκος θα πάρει τα λεφτά στα χέρια του, θα αθετήσει το λόγο του, θα σπαταλήσει τα χρήματα και θα οδηγήσει τους φίλους του στην καταστροφή...
Πρόκειται για μία από τις λίγες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στα πρότυπα του Ιταλικού Νεορεαλισμού, και αποτελεί μια άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Ελλάδας της μεταπολεμικής περιόδου.
Η περιοχή που έγιναν τα γυρίσματα ήταν μία φτωχική συνοικία της πρωτεύουσας η οποία ονομαζόταν Ασύρματος και είχε πάρει την ονομασία της από τον ασύρματο που είχαν στήσει εκεί κατά την διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί κατακτητές. Η συνοικία αυτή βρισκόταν ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Άνω Πετράλωνα, μια απόσταση πολύ μικρή από το κέντρο της ακμάζουσας και ευημερούσας τότε Αθήνας.
Η ταινία αποπνέει ένα μεγάλο πλήθος κοινωνικών μηνυμάτων και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις ρεαλιστικότατες εικόνες της από μία φτωχογειτονιά γεμάτη παράγκες, εικόνες που ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με της ωραιοποιημένες εικόνες μιας τουριστικής μεγαλούπολης που ήθελε να προβάλουν οι τότε κυβερνώντες, και τους αντιήρωές της να αγωνίζονται με παράνομους τρόπους προκειμένου να επιβιώσουν, ήταν η αιτία να κατακρεουργηθεί από την λογοκρισία της εποχής. Πολλές σκηνές της κόπηκαν και χάθηκαν διά παντός, ενώ η προβολή της επιτράπηκε μόνο στους κινηματογράφους των μεγάλων αστικών κέντρων, κι αυτό ύστερα από πιέσεις των κριτικών και των δημοσιογράφων της εποχής που είχαν εξυμνήσει την ταινία καθώς αρχικά, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, η προβολή είχε απαγορευθεί εντελώς.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, στην δεύτερη και τελευταία σκηνοθετική του προσπάθεια (είχε προηγηθεί η ταινία «Ο Θρίαμβος» ένα χρόνο πριν, με πρωταγωνιστές την Κάκια Αναλύτη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα), βασίζεται στο υπέροχο σενάριο δύο σπουδαίων λογοτεχνών της εποχής, του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και του συγγραφέα Κώστας Κοτζιά, κι έχοντας στο πλευρό του μια πλειάδα πανάξιων ηθοποιών και συντελεστών, δημιουργεί αυτό το μικρό κινηματογραφικό αριστούργημα που αναμφισβήτητα αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου.
Χωρίς συναισθηματισμούς και υπερβολικό μελοδραματισμό κινηματογραφεί μια τραγική ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων, αποτυπώνοντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους, την ματαιότητα των ονείρων τους, τις κοινωνικές ανισότητες που υφίστανται, την απελπισία τους και τα αδιέξοδά τους, και τις όποιες προσπάθειες κάνουν για να ξεφύγουν απ’ αυτά.
Η υπέροχη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ειδικότερα το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, που ακούγεται στην ταινία από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Εξαιρετικές είναι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, με κορυφαία αυτή του Μάνου Κατράκη στο ρόλο του “Νεκροφόρα”. Πολύ καλός επίσης ο Αλέκος Αλεξανδράκης στο ρόλο του Ρίκου, ενώ επάξια στέκεται και η Αλίκη Γεωργούλη (σύντροφος τότε του Αλεξανδράκη) στο ρόλο της ονειροπόλας και αφελούς νεαρής. Η Γεωργούλη εκτός από τον ρόλο της, είχε αναλάβει την διεύθυνση παραγωγής και τα καθήκοντα του φροντιστή.
Πολύ καλοί επίσης είναι η Αλέκα Παΐζη, που ερμηνεύει μια τραγική γυναικεία φιγούρα και ο πρωτοεμφανιζόμενος Αλέκος Πέτσος, ενώ η Σαπφώ Νοταρά, αν και ο ρόλος της είναι μικρός, δίνει μία μοναδική ερμηνεία.
Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι οι δεκάδες κομπάρσοι που εμφανίζονται στις σκηνές της ταινίας, είναι οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής, αυτοί που διέμεναν πραγματικά στις παράγκες.
Η «Συνοικία το Όνειρο» προβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1961 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου απέσπασε θριαμβευτικές κριτικές και εγκωμιάστηκε στα μέγιστα από τον Τύπο, κερδίζοντας τα βραβεία Καλύτερης Φωτογραφίας και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Μάνο Κατράκη. Επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Κριτικών για τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και το Βραβείο Κοινού για τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία του δημιουργού της.
Κατά την πρώτη της προβολή σε κινηματογράφο της οδού Πατησίων δημιουργήθηκαν επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού. Ο ασφυκτικός έλεγχος της διανομής είχε σαν αποτέλεσμα την εμπορική αποτυχία της ταινίας, γεγονός που οδήγησε στην χρεοκοπία τους συντελεστές της και άφησε μια μεγάλη πικρία στο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της Αλέκο Αλεξανδράκη, που κράτησε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Έκοψε 74.427 εισιτήρια σημειώνοντας εισπράξεις που δεν κάλυπταν τον προϋπολογισμό της και ήρθε στην 4η θέση σε 68 ταινίες της σαιζόν 1961-62.
Η ταινία προβλήθηκε επίσης στην Ρωσία (ΕΣΣΔ τότε), στην Βουλγαρία, στην Ρουμανία και στην Ουγγαρία το 1962, όπου και σημείωσε επιτυχία.
Η επιφανής δημοσιογράφος της εποχής Ελένη Βλάχου, έδωσε μεγάλο αγώνα προκειμένου η ταινία να υποβάλει υποψηφιότητα προκειμένου να εκπροσωπήσει την χώρα μας στα Βραβεία Oscar του 1961 αλλά τελικά δεν τα κατάφερε, καθώς οι υπεύθυνοι δεν ήθελαν να βγάλουν προς τα έξω την εικόνα αυτής της Ελλάδας.
Το καλοκαίρι του 2011 κλείνοντας πενήντα χρόνια από την πρώτη της κυκλοφορία, επαναπροβλήθηκε σε μια νέα και βελτιωμένη επανέκδοση της στον Αθηναϊκό κινηματογράφο ΖΕΦΥΡΟ που βρίσκεται στην περιοχή των Άνω Πετραλώνων, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο η εταιρία διανομής, να τιμήσει την περιοχή όπου έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση