Αγγλικός Τίτλος: The Bicycle Thieves
Ελληνικός Τίτλος: Κλέφτης ποδηλάτων
Κατηγορία: Δράμα
Σκηνοθεσία: Vittorio De Sica
Σενάριο: Luigi Bartolini (Μυθιστόρημα), Cesare Zavattini (Προσαρμογή Σεναρίου)
Πρωταγωνιστούν: Lamberto Maggiorani, Enzo Staiola, Lianella Carell
Μουσική: Alessandro Cicognini
Φωτογραφία: Carlo Montuori
Μοντάζ: Eraldo Da Roma
Χώρα Παραγωγής: ΙταλίαΧρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 93 min
Την άλλη μέρα το πρωί οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο Ρίτσι. Την ώρα όμως που είναι ανεβασμένος σε μια σκάλα κολλώντας μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιος του κλέβει το ποδήλατο και εξαφανίζεται.
Καθώς η επιβίωση της οικογένειας εξαρτάται από αυτό το ποδήλατο, ο Ρίτσι με την βοήθεια του δεκάχρονου γιου του, αρχίζει την αναζήτηση στις φτωχογειτονιές της Ρώμης προκειμένου να εντοπίσει το άκρως απαραίτητο γι’ αυτόν, δίκυκλο...
Πρόκειται για μια κλασσική και διαχρονική ταινία, με θέμα την φτώχια και την ανθρωπιά.
Θεωρείται η πιο δημοφιλής και ίσως η κορυφαία ταινία του «Ιταλικού νεορεαλισμού», ενός κινηματογραφικού κινήματος που έλαβε χώρα κυρίως στην Ιταλία και τοποθετείται χρονικά μετά το τέλος του Β` Παγκόσμιου Πολέμου. Οι ταινίες αυτού του είδους χαρακτηρίζονται από την απλή και ευθεία απεικόνιση της ζωής της χαμηλής κοινωνικής τάξης, χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες στην θέση επαγγελματιών ηθοποιών, ενώ τα γυρίσματα διαδραματίζονται σε φυσικούς χώρους και σκηνικά, στις περισσότερες των περιπτώσεων με φυσικό φως. Ακριβώς με αυτό τον τρόπο έχει γυριστεί και η εν λόγω ταινία, που το σενάριό της βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Luigi Bartolini.
Η αναζήτηση ενός ποδηλάτου αποτελεί ένα αριστουργηματικό πρόσχημα για να ξεναγηθεί ο θεατής στις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Ρώμης, όπου ανθεί η ανομία και το παραεμπόριο και να γνωρίσει την απανθρωπιά και την δυστυχία μαζί με τους ήρωες.
Ο Vittorio De Sica σκηνοθετεί εξαιρετικά, με τρόπο που παραπέμπει περισσότερο σε ντοκιμαντέρ, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις ζωές των χαρακτήρων, με αποτυπωμένες μοναδικές σκηνές.
Οι άντρες που πασχίζουν μάταια να βρουν δουλειά, το ενεχυροδανειστήριο όπου η σύζυγος αφήνει τα σεντόνια της και η σκηνή στο εστιατόριο όπου μια πλούσια οικογένεια τρώει ένα πλούσιο γεύμα, ενώ πατέρας και γιος διασκεδάζουν την πείνα τους με ένα λιτό μενού στο διπλανό τραπέζι, καμαρώνοντας όμως για το γεγονός του ότι μόνο και μόνο, βρίσκονται εκεί με ανθρώπους της αστικής τάξης, έχοντας πάντα ως πρωταρχικό στόχο, το απατηλό όνειρο της πλαστής ευτυχίας του πλούτου και την επακόλουθη αναρρίχηση στην υφιστάμενη κοινωνική πυραμίδα, είναι μερικές από αυτές.
Αξιομνημόνευτη είναι επίσης η σκηνή της κλοπής του ποδηλάτου την ώρα που ο ήρωας κολλάει στον τοίχο την αφίσα της Ρίτα Χέιγουορθ. Ο ήρωας κυνηγάει απεγνωσμένα τον κλέφτη και η μεγάλη σταρ κολλημένη στον τοίχο “κοιτάει” την σκηνή χαμογελώντας. Το καυστικότατο σχόλιο για τον Αμερικάνικο εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα είναι σαφές.
Η χρήση μόνο ερασιτεχνών ηθοποιών (ανάμεσά τους στο ρόλο κομπάρσου και ο νεαρός τότε, Σέρτζιο Λεόνε), οι πολύ λιτοί διάλογοι και η αποφυγή του μελοδραματικού στοιχείου, προσδίδουν στην ταινία μια σπάνια γνησιότητα.
Γνώρισε παγκόσμια απήχηση, θεωρείται μια από τις κορυφαίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και αρκετοί κριτικοί την συγκαταλέγουν στις σημαντικότερες όλων των εποχών.
Τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, πριν ακόμα καθιερωθεί αυτή η κατηγορία, ενώ είχε προταθεί και για το Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου. Επίσης κέρδισε ένα βραβείο BAFTA, μία Χρυσή Σφαίρα και πάμπολλες ακόμη διακρίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση