Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955)


Αγγλικός Τίτλος: The Counterfeit Coin
Κατηγορία: Κωμωδία, Δράμα, Ρομαντική
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβέλλας
Σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας
Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Ορέστης Μακρής, Δημήτρης Χόρν, Έλλη Λαμπέτη
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Φωτογραφία: Κώστας Θεοδωρίδης, Γιώργος Τσαούλης
Μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 127 min


Η ταινία είναι πιο γνωστή με τον τίτλο «Η κάλπικη λίρα».
Πρόκειται για μια από τις πιο κλασσικές και αγαπημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, μια ανεκτίμητη ηθογραφία της δεκαετίας του ’50 στην Αθήνα και γενικότερα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα.
Αυτό που την κάνει ιδιαίτερα ξεχωριστή είναι η σπονδυλωτή άρθρωσή της -μια άκρως πρωτοποριακή μέθοδος κινηματογραφικής αφήγησης για την εποχή που γυρίστηκε, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα.
Αποτελείται από τέσσερις ανεξάρτητες ιστορίες, τις οποίες συνδέει μια λίρα. Ο τελευταίος κάτοχος της κάλπικης λίρας (Δημήτρης Μυράτ) αφηγείται την ιστορία της και είναι και ο συνδετικός κρίκος των επεισοδίων.
Η ταινία ανοίγει με τη φράση του αφηγητή "Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται ποτέ". Με αυτή την λαϊκή παροιμία σφραγίζεται και το τέλος του κάθε αυτοτελούς επεισοδίου, αλλά και το τέλος της ταινίας. Αυτές οι λίγες λέξεις εμπεριέχουν όλο το κεντρικό νόημα γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι πράξεις των ηρώων: ότι δηλαδή η επιδίωξη του πλούτου οδηγεί τους ανθρώπους σε μια κάλπικη ζωή, ως προς τα αισθήματα και τις σχέσεις τους.
Με πιο απλά λόγια... Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία.
Μια ταινία “διαμάντι” που ήταν, είναι και θα είναι για πάντα επίκαιρη, παραθέτοντας σημαντικότατες αξίες και περιγράφοντας καταστάσεις που δεν παλιώνουν ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.


Ιστορία Πρώτη: «Ο παραχαράκτης που με αγάπησε»
Ο Ανάργυρος (Βασίλης Λογοθετίδης), είναι ένας τίμιος και φιλήσυχος άνθρωπος, χαράκτης στο επάγγελμα. Ο Ντίνος (Βαγγέλης Πρωτόπαπας) με την βοήθεια της όμορφης και μοιραίας Φιφής (Ίλυα Λιβυκού) θα πείσει τον Ανάργυρο να ξοδέψει όλες του τις οικονομίες προκειμένου να φτιάξουν ένα εργαστήριο παραχάραξης λιρών.
Ο Ανάργυρος πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά κι έτσι πολύ σύντομα η πρώτη κάλπικη λίρα είναι έτοιμη. Δυστυχώς όμως για κείνον και για τους επίδοξους συνεργάτες του, τα πράγματα δεν πάνε όπως τα είχαν σχεδιάσει...
Ιστορία Δεύτερη: «Ο Αόμματος»
Η κάλπικη λίρα καταλήγει στα χέρια ενός ζητιάνου (Μίμης Φωτόπουλος) που προσποιείται ότι είναι τυφλός για να εξαπατά πιο εύκολα τον κόσμο και να εξοικονομεί τα προς το ζην. Αφού καταλαβαίνει αμέσως ότι το νόμισμα είναι κίβδηλο, προσπαθεί να το ανταλλάξει με χρήματα χωρίς τελικά να τα καταφέρει. Έτσι αποφασίζει να ξεγελάσει μια πόρνη, την Μαρία (Σπεράντζα Βρανά) με αντάλλαγμα την λίρα για μια νύχτα αγοραίου έρωτα...
Ιστορία Τρίτη: «Το κοριτσάκι με τη λίρα»
Στην τρίτη ιστορία η μικρή Φανίτσα (Μαρία Καλαμιώτου) βρίσκει την κάλπικη λίρα πεταμένη στον δρόμο, καθώς πούλαγε λουλούδια, μετά τον θάνατο του πατέρα της, του Αναστάση (Λαυρέντης Διανέλλος) και την αρρώστια της μητέρας της.
Η μικρή Φανίτσα, μην γνωρίζοντας ότι η λίρα είναι κάλπικη, προσπαθεί να την αλλάξει με χρήματα, αλλά δυστυχώς για κείνη δεν της την αλλάζει κανείς.
Επιστρέφοντας λυπημένη στο σπίτι, συναντά στο δρόμο τον τσιγκούνη και άκαρδο σπιτονοικοκύρη τους, τον Βασίλη Μαυρίδη (Ορέστης Μακρής). Εκείνος βλέποντας λυπημένη την Φανίτσα και ακούγοντας την ιστορία της για την λίρα, σε μια παράξενη στιγμή ανθρωπιάς, αποφασίζει να βοηθήσει την κοπέλα και δέχεται να της αλλάξει το κάλπικο νόμισμα...
Ιστορία Τέταρτη: «Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»
Ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ο Παύλος (Δημήτρης Χόρν) και η Αλίκη (Έλλη Λαμπέτη) κερδίζουν το φλουρί της βασιλόπιτας που δεν είναι άλλο, από την κάλπικη λίρα της ιστορίας. Ο Παύλος είναι ένας φτωχός ζωγράφος ενώ η Αλίκη, κόρη πλούσιας οικογενείας που την αποκήρυξε, γιατί παντρεύτηκε κρυφά εκείνον, τον φτωχό καλλιτέχνη.
Έβαλαν τη λίρα σε ένα κουμπαρά, έδωσαν όρκο ότι δεν θα την χαλάσουν ποτέ κι ότι θα την έχουν σαν σύμβολο της αιώνιας αγάπης τους. Η φτώχεια και η εξαθλίωση όμως, αναγκάζουν την Αλίκη να εγκαταλείψει τον Παύλο και να γυρίσει στον πατέρα της. Αυτός μόνος του πια, αφοσιώνεται στη ζωγραφική του.
Τα χρόνια περνούν και μετά από μια τυχαία συνάντηση των δύο νέων, που ο καθένας έχει πια φτιάξει την ζωή του, η κάλπικη λίρα θα βρεθεί για άλλη μια φορά πεταμένη στον δρόμο...


Ο Γιώργος Τζαβέλλας που υπογράφει το σενάριο τη σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική διεύθυνση της «Κάλπικης Λίρας» ακροβατεί εξαιρετικά ανάμεσα σε 4 διαφορετικά είδη ταινίας, όλα προσφιλή εκείνη την εποχή: ηθογραφία, φαρσοκωμωδία, μελό και αισθηματικό δράμα, μεταφέροντας στο θεατή ταυτόχρονα γέλιο και συγκίνηση. Σκηνοθετεί λιτά, χωρίς εντυπωσιασμούς και συνδέει με περίσσια μαεστρία τις τέσσερις ιστορίες του, περνώντας από τη μία στην άλλη χωρίς να ξενίζει ή να δημιουργεί χάσματα.
Πολύ καλή η φωτογραφία του Κώστα Θεοδωρίδη και του Γιώργου Τσαούλη που έχει και την ευθύνη για το μοντάζ. Υπέροχη είναι και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.


Στην ταινία συμμετέχει μια πλειάδα μεγάλων ηθοποιών, όλη η αφρόκρεμα των κινηματογραφικών και θεατρικών ερμηνευτών της εποχής.
Ο Μίμης Φωτόπουλος υπέροχος σε έναν ρόλο που συνδυάζει αρμονικά το κωμικό και τραγικό στοιχείο με πολλά αντιφατικά στοιχεία: κατεργαριά και επινοητικότητα, ενδιαφέρον και αδιαφορία, τρυφερότητα και σκληρότητα.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης εκφραστικότατος επιδεικνύει το μεγάλο ταλέντο του και γοητεύει με τον τρόπο που υποδύεται τον κωμικοτραγικό ήρωα.
Ο Ορέστης Μακρής έξοχος σε ένα ρόλο που μας έχει συνηθίσει στην μεγάλη καριέρα του. Αυτόν του φαινομενικά στριμμένου αλλά βαθιά συναισθηματικού και ευγενή ανθρώπου.
Εξαιρετικός, ο παρορμητικός Δημήτρης Χορν με τις αστείρευτες υποκριτικές ικανότητες, στο ρόλο του ονειροπόλου καλλιτέχνη, έχοντας στο πλευρό του την γοητευτικότατη Έλλη Λαμπέτη να του λέει το «σ’ αγαπώ» με ένα τρόπο αξεπέραστα γλυκό και αλησμόνητο.


Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Αθηναϊκές αίθουσες στις 28 Δεκεμβρίου του 1955 και σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία καθώς, κατά την πρώτη της προβολή έκοψε 208.410 εισιτήρια.
Υπήρξε η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου, αφού προβλήθηκε στο εξωτερικό όπου το κοινό την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Στη Ρωσία παίχτηκε σε 1000 κινηματογραφικές αίθουσες ταυτόχρονα.
Βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι και Μόσχας ενώ είχε και επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών και στο Φεστιβάλ Karlovy Vary.
Ο καταξιωμένος Γάλλος κριτικός Georges Sadoul, την είχε συμπεριλάβει ανάμεσα στις 1000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, στην τελευταία της ψηφοφορία για τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες, την κατέταξε στην 6η θέση.
Είναι η πρώτη παλιά ελληνική ταινία που επανακυκλοφόρησε στις αίθουσες πρόσφατα, μετά από ειδική ψηφιακή επεξεργασία που επιμελήθηκε ο Κινηματογραφικός Οργανισμός Καραγιάννης-Καρατζόπουλος Α.Ε.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση