To Kill a Mockingbird (1962)


Ελληνικός Τίτλος: Σκιές και Σιωπή
Κατηγορία: Δράμα, Έγκλημα
Σκηνοθεσία: Robert Mulligan
Σενάριο: Harper Lee (μυθιστόρημα), Horton Foote (προσαρμογή σεναρίου)
Πρωταγωνιστούν: Gregory Peck, John Megna, Frank Overton, Mary Badham, Phillip Alford
Μουσική: Elmer Bernstein
Φωτογραφία: Russell Harlan
Μοντάζ: Aaron Stell
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 128 min


Πρόκειται για ένα έντονα συγκινησιακό δράμα, θρυλικό αριστούργημα του αμερικανικού κινηματογράφου, που αποτελεί μια από τις καλύτερες ηθογραφίες της επαρχιακής ζωής του αμερικάνικου Νότου την εποχή της δεκαετίας του ’30, λίγο μετά το μεγάλο κραχ.
Το κύριο θέμα της ταινίας είναι οι προκαταλήψεις, η ανισότητα και ο ρατσισμός κατά των έγχρωμων πολιτών που επικρατούσε εκείνη την εποχή, και το σενάριο της βασίζεται σε ένα από τα πιο κλασικά και αγαπημένα μυθιστορήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησε το 1960 και τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Συγγραφέας του βιβλίου ήταν η Harper Lee, η οποία γεννήθηκε το 1926 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον παρόμοιο σαν αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο της και κατ’ επέκταση και στην ταινία. Η συγγραφέας είχε δηλώσει αναφερόμενη στο βιβλίο της, ότι την ιστορία την εμπνεύστηκε από ένα παρόμοιο περιστατικό που είχε συμβεί στην πόλη που έμενε, όταν η ίδια ήταν σε νεαρή ηλικία.
Ο τίτλος «To Kill a Mockingbird» που είναι ο τίτλος της ταινίας αλλά και του βιβλίου, σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «Σκοτώνοντας ένα Κοτσύφι» και είναι αλληγορικός καθώς με την λέξη «κοτσύφι» υπονοείται κάθε άκακο πλάσμα· στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στους νέγρους που το μόνο που έκαναν, ήταν να προσφέρουν απλόχερα τις υπηρεσίες τους στους λευκούς, νιώθοντας κατώτεροι και υποδουλωμένοι απέναντι σε αυτούς.


Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, εποχή της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, σε μια φανταστική επαρχιακή πόλη, το Maycomb, στην πολιτεία της Αλαμπάμα των ΗΠΑ, δύο μικρά αδέλφια, η εξάχρονη Scout (Mary Badham) και ο δεκάχρονος Jem (Phillip Alford), ζουν με τον πατέρα τους Atticus Finch (Gregory Peck), ο οποίος είναι δικηγόρος. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς την φροντίδα της μητέρας τους καθώς αυτή, έχει πεθάνει λίγα χρόνια πριν.
Ο Atticus, χαίρει την εκτίμηση όλων αφού είναι ευγενικός, δίκαιος, φιλήσυχος και βοηθάει με όποιο τρόπο μπορεί, τους αδύναμους οικονομικά συμπολίτες του. Αυτή η κατάσταση όμως ξαφνικά αλλάζει, όταν ο Atticus αναλαμβάνει να υπερασπιστεί ένα νέγρο, το νεαρό Tom Robinson (Brock Peters), που κατηγορείται για τον βιασμό μίας λευκής έφηβης. Οι περισσότεροι λευκοί κάτοικοι της μικρής πόλης εναντιώνονται στον Atticus, και το γεγονός αυτό έχει μεγάλη επίπτωση και στα δύο παιδιά που άθελά τους, χάνουν την αθωότητά τους, παρακολουθώντας το έργο του πατέρα τους ως δικηγόρος. Μαθαίνουν για τις προκαταλήψεις, τον ρατσισμό και το μεγάλο κακό που επικρατεί στην μικρή κοινωνία που ζούνε.
Την μέρα της δίκης του Tom, τα παιδιά βρίσκονται στο δικαστήριο και παρακολουθούν τον πατέρα τους που δίνει μεγάλη μάχη για να αθωώσει το νεαρό έγχρωμο εργάτη, παρά το γεγονός ότι όλες οι μαρτυρίες των κατηγόρων είναι ανακριβείς και τα στοιχεία που είναι εναντίον του είναι ελλειπή...


Η σεναριακή μεταφορά του μυθιστορήματος στην μεγάλη οθόνη από τον Horton Foote, όπως και η σκηνοθετική προσέγγιση του κειμένου από τον Robert Mulligan, έχουν γίνει με αριστουργηματικό τρόπο και αποτελούν υποδείγματα κινηματογραφικής αφήγησης και σκηνοθετικού μέτρου.
Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι υπέροχες. Ο Gregory Peck, αναμφισβήτητα ερμηνεύει έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του και γίνεται συμπαθής στον θεατή από το πρώτο κιόλας λεπτό. Ο λόγος υπεράσπισης του Atticus στο δικαστήριο είναι ένας από τους πιο δυνατούς και πολιτικοποιημένους μονολόγους στην ιστορία του Αμερικάνικου κινηματογράφου. Είναι μια σκηνή διάρκειας επτά λεπτών, στην οποία ο Peck δίνει κυριολεκτικά ρεσιτάλ ερμηνείας, με λόγια που σφύζουν από πάθος και ειλικρίνεια.
Αξιομνημόνευτες είναι και οι ερμηνείες των δύο μικρών πρωταγωνιστών της ταινίας, της δεκάχρονης τότε Mary Badham και του δεκατριάχρονου Phillip Alford, δύο πολύ ταλαντούχων παιδιών, που τελικά δεν κατάφεραν να κάνουν ιδιαίτερη καριέρα στο χώρο του κινηματογράφου και του θεάματος.
Στην ταινία εμφανίζεται και ο Robert Duvall, κάνοντας το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, σε ένα ρόλο έκπληξη.
Τέλος, εξαίρετη είναι η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Russell Harlan, και υπέροχη για άλλη μια φορά, η μουσική επένδυση του Elmer Bernstein.


Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ τα Χριστούγεννα του 1962, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές και σημειώνοντας μεγάλη εισπρακτική επιτυχία.
Την βραδιά των Όσκαρ της επόμενης χρονιάς, βρέθηκε υποψήφια σε οκτώ κατηγορίες: Καλύτερης ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου, Α’ Γυναικείου (η μικρή Μary Badham), Μουσικής, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και Φωτογραφίας για ασπρόμαυρη ταινία. Τελικά κατάφερε να διακριθεί κερδίζοντας τρία βραβεία: Α’ Ανδρικού Ρόλου στον Gregory Peck, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου και Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης (σημειωτέον ότι την ίδια χρονιά στα Όσκαρ ήταν και η ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας» που απέσπασε μεταξύ των άλλων, τα βραβεία Καλύτερης ταινίας και Σκηνοθεσίας).
Το 1995, το «To Kill a Mockingbird» επιλέχθηκε από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου να διατηρηθεί ως ταινία μεγάλης «Ιστορικής, Πολιτιστικής και Αισθητικής αξίας».
Κατατάσσεται επίσης στις μεγαλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών, στην λίστα του American Film Institute 's ενώ ο Atticus Finch, βρίσκεται στην θέση Νο1 στην λίστα με τους μεγαλύτερους Αμερικανούς κινηματογραφικούς ήρωες του 20ου αιώνα, στο ίδιο ινστιτούτο.







1 σχόλιο:

Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση