Ευδοκία (1971)


Εναλλακτικός Τίτλος: Το Κορίτσι του Στρατιώτη
Αγγλικός Τίτλος: Evdokia
Κατηγορία: Δράμα, Ρομαντική
Σκηνοθεσία: Αλέξης Δαμιανός
Σενάριο: Αλέξης Δαμιανός
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Βασιλείου, Γιώργος Κουτούζης, Κούλα Αγαγιώτου, Χρήστος Ζορμπάς
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Φωτογραφία: Χρήστος Μάνγκος
Μοντάζ: Matt McCarthy, Ανδρέας Ανδρεαδάκης
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα - Μεγάλη Βρετανία
Χρώμα: Έγχρωμη
Διάρκεια: 99 min


Ο Γιώργος Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης), είναι ένας νεαρός επαρχιώτης που κάνει την στρατιωτική του θητεία σ’ ένα στρατόπεδο της Αθήνας, ως έφεδρος λοχίας. Σε μια βραδινή του έξοδο, θα γνωρίσει σε μια μικρή ταβέρνα την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου), μια νεαρή πόρνη που βρίσκεται υπό την προστασία ενός σκληρού αγαπητικού-νταβατζή (Χρήστος Ζορμπάς). Η πρώτη τους κιόλας συνάντηση είναι επεισοδιακή καθώς ο νεαρός λοχίας σηκώνεται να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο που είναι αφιερωμένο στην Ευδοκία. Αυτό δεν αρέσει στον νταβατζή της και γίνεται η αφορμή για την πρώτη τους συμπλοκή.
Τις επόμενες μέρες οι δυο νέοι θα ξανασυναντηθούν και ο Γιώργος ενθουσιασμένος από την ομορφιά, τον ανέμελο χαρακτήρα και την τσαχπινιά της Ευδοκίας, θα της προτείνει να παντρευτούν. Εκείνη δέχεται αμέσως. Την ημέρα όμως του γάμου, ο νεαρός λοχίας λόγω της υπηρεσίας του δεν θα μπορέσει να είναι παρόν, κι έτσι η Ευδοκία εκτίθεται στα μάτια των συγγενών της, των γνωστών της και των υπολοίπων καλεσμένων. Ντροπιασμένη και βαθειά πληγωμένη θα αποτραβηχτεί από τον κόσμο και η μόνη της παρηγοριά θα είναι η Μαρία (Κούλα Αγαγιώτου), μια αλκοολική, μεσόκοπη πόρνη, η οποία την συμβουλεύει και της κάνει συντροφιά.
Όταν λίγες μέρες μετά οι δυο νέοι θα ξανασυναντηθούν, θα τα ξεχάσουν όλα και θα παντρευτούν μόνοι τους, χωρίς καλεσμένους, με μόνη παρούσα την Μαρία. Ο γάμος όμως δεν λύνει τα προβλήματα του νεαρού ζευγαριού, καθώς η συνύπαρξή τους δεν είναι συμβατή με την πραγματικότητα και το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ζουν. Το περιβάλλον της Ευδοκίας προσπαθεί να βρει τρόπο να επαναφέρει την τάξη, ενώ ο Γιώργος βρίσκεται σε μια συνεχή εσωτερική πάλη γιατί, ενώ έλκεται απ’ τη γυναίκα Ευδοκία και η αγάπη του γι’ αυτήν είναι ολοφάνερη, ταυτόχρονα απωθείται με την σκέψη της πόρνης...


Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, εν έτι 1971, μέσα στην καρδιά της χούντας, μια περίοδο όχι και τόσο ευνοϊκή για την ελληνική πραγματικότητα, με μια ιστορία κοινότυπη, καταφέρνει και απεικονίζει την Ελλάδα του τότε, μια Ελλάδα μίζερη αλλά με διάθεση για ζωή. Μια ζωή χωρίς ιδιαίτερη ποιότητα και με τους ήρωες να κινούνται ανάμεσα στην πόλη και τη φύση. Μια πόλη με φτωχογειτονιές, άδεια σοκάκια και χωράφια, αλλά και μια φύση, γυμνή και άγρια.
Η δημιουργία του Δαμιανού μπορεί να χαρακτηριστεί ως ακραία και τολμηρή, αφού και το θέμα της αλλά και οι αθυρόστομοι διάλογοι που πλημμυρίζουν την ταινία, είναι στοιχεία που ξεφεύγουν από την κινηματογραφική κουλτούρα και τα δεδομένα της εποχής της.
Τα υπονοούμενα του δημιουργού για την πολιτική κατάσταση του τόπου είναι πάμπολλα και η θέληση για εύρεση τρόπου διαφυγής για τους ήρωες, είναι μονόδρομος, παραβλέποντας κάθε επακόλουθο και τίμημα. Η καταπίεση του λοχία Μπάσκου μέσα στο στρατόπεδο είναι εμφανέστατη, όπως εμφανέστατη είναι και η καταπίεση που δέχεται η Ευδοκία όχι μόνο από τον νταβατζή της, αλλά και από τον περίγυρο.
Ο ρεαλισμός, τα ανοικτά πλάνα, η απλή αφήγηση και ο έντονος ρυθμός, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ταινίας, και παρά το γεγονός ότι το διάχυτο φως δεν λείπει από καμία σκηνή, η αίσθηση της ανασφάλειας και του κακού που παραμονεύει, είναι στοιχεία που είναι υπαρκτά από το πρώτο κιόλας λεπτό. Εξαιρετική είναι η σκηνή στο βουνό, όπου το νεαρό ζευγάρι αψηφώντας παντελώς τον κίνδυνο, κάνει κούνια κυριολεκτικά, στο χείλος του γκρεμού.
Σε γενικό σύνολο οι εικόνες που δημιουργεί ο Αλέξης Δαμιανός, είναι όλες τους άριστες και σε συνδυασμό με την εξαιρετική μουσική επένδυση του Μάνου Λοΐζου, το αποτέλεσμα είναι ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα.


Ο ιδιαίτερα χαμηλός προϋπολογισμός της ταινίας είναι ορατός ακόμη και στον πιο αδαή θεατή, ενώ τα προβλήματα στον ήχο κατά το ντουμπλάρισμα είναι τεράστια. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι η Κυπριακής καταγωγής πρωταγωνίστρια, Μαρία Βασιλείου, που διέμενε μόνιμα στο Λονδίνο και ήρθε στην Αθήνα μόνο για τα γυρίσματα της ταινίας, δεν μιλούσε σωστά ελληνικά. Έτσι η φωνή της ντουμπλαρίστηκε και στην ταινία ακούγεται η φωνή της τραγουδίστριας-ηθοποιού, Ελένης Ροδά.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών στο σύνολο τους δεν είναι και ότι καλύτερο. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η πολύ καλή ερμηνεία της Κούλας Αγαγιώτου, στο ρόλο της αλκοολικής, μεσόκοπης πόρνης, ενώ καλή κρίνεται και η ερμηνεία της εικοσάχρονης, ερασιτέχνιδος ηθοποιού, Μαρίας Βασιλείου, στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μετά από τις σχετικά καλές κριτικές που απέσπασε για την ερμηνεία της ως «Ευδοκία», η Βασιλείου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ηθοποιία συμμετέχοντας τα επόμενα χρόνια σε μερικές παραγωγές: «Τα παιδιά των λουλουδιών» (1973), «Ερωτισμός και πάθος» (1974) και στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1975), αλλά δυστυχώς η μακρόχρονη ασθένειά της δεν της επέτρεψε και πολλά. Πέθανε το 1989, σε ηλικία 39 ετών από καρκίνο, αφού είχαν προηγηθεί πολλά χρόνια μάχης με την επάρατο νόσο.  
Ερασιτέχνης ηθοποιός, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία με τον κινηματογραφικό φακό, είναι και ο Γιώργος Κουτούζης, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του στρατιώτη. Παρά τις πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες, πλην ορισμένων σκηνών, η απόδοσή του ερμηνευτικά, κινείται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά όμως, καταφέρνει και γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής στον θεατή, με την γοητεία του και την έντονη αρρενωπότητά του.


Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο 12ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1971, όπου και διακρίθηκε με το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου (Μαρία Βασιλείου). Επίσης την ίδια χρονιά βραβεύτηκε με το Ειδικό Βραβείο των Cine Clubs Γαλλίας.
Η προβολή της στους ελληνικούς κινηματογράφους έγινε στα τέλη εκείνης της χρονιάς , με πολλές περικοπές από τη λογοκρισία της εποχής, σημειώνοντας μετριότατες εισπράξεις. Έκοψε στην πρώτη της προβολή μόλις 70 χιλιάδες εισιτήρια (όταν εκείνη την εποχή οι 20 εμπορικότερες ταινίες έκοβαν από 200 έως 600 χιλιάδες εισιτήρια) και κατετάγη 58η σε αριθμό εισιτήριων, ανάμεσα στις 90 ταινίες της περιόδου. Ανάλογη τύχη είχε και το soundtrack της ταινίας που κυκλοφόρησε παράλληλα.
Την επόμενη χρονιά ο συνθέτης Μάνος Λοΐζος, θα συμπεριλάβει στον δίσκο του «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» δύο ορχηστρικά κομμάτια από το μουσικό θέμα της «Ευδοκίας»: το «Τσιφτετέλι» που ακούγεται στην σκηνή στην παραλία, στο οποίο προσθέτει στίχους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και δημιουργείται έτσι ο πασίγνωστος «Κουταλιανός» με την φωνή του Γιάννη Καλατζή, και το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» κομμάτι που ακούγεται στην σκηνή που χορεύει ο Γιώργος Κουτούζης στην ταβέρνα, την βραδιά της γνωριμίας του με την Ευδοκία. Με το πέρασμα των χρόνων θα δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από το «Ζεϊμπέκικο» το οποίο θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Φτάνοντας στις κινηματογραφικές κριτικές του 1980, οι ειδικοί του χώρου εγκωμιάζουν την υπέροχη υποβλητική μουσική του Μάνου Λοΐζου, που ενισχύει στο μέγιστο τις υπέροχες εικόνες της ταινίας του Αλέξη Δαμιανού. Και έτσι φτάνουμε στο 1985, χρονιά που οι Έλληνες κινηματογραφικοί κριτικοί, ανακηρύσσουν την «Ευδοκία» ως την "καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών".
Και πραγματικά είναι πολύ κρίμα, που μετά από σχεδόν 50 χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας, ενώ δεν υπάρχει Έλληνας ή Ελληνίδα που να μην γνωρίζει και να μην έχει χορέψει «Το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», την κινηματογραφική «Ευδοκία» που υπήρξε η αφορμή για να γραφτεί αυτό το υπέροχο μουσικό κομμάτι, να την έχουν δει και να την γνωρίζουν ελάχιστοι...








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση