Αγγλικός Τίτλος: Reconstruction
Κατηγορία: Δράμα
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Τούλα Σταθοπούλου, Γιάννης Τότσικας, Θάνος Γραμμένος, Πέτρος Χοϊδάς, Μιχάλης Φωτόπουλος
Μουσική: Τάσος Χαλκιάς
Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης
Μοντάζ: Τάσος Δαυλόπουλος
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 97 min
Ο γυρισμός του είναι ξαφνικός, δεν τον περιμένει κανένας, ενώ τα παιδιά του δεν τον αναγνωρίζουν. Η σύζυγός του Ελένη (Τούλα Σταθοπούλου) κατά την πολύχρονη απουσία του έχει συνάψει παράνομη ερωτική σχέση με τον αγροφύλακα του χωριού, τον Χρήστο (Γιάννης Τότσικας).
Λίγες μέρες αργότερα η σύζυγος , με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο του σπιτιού τους. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξαναέφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα, όπου εμφανίζονται σε ένα ξενοδοχείο, δίνοντας το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Επίσης ο Χρήστος, χρησιμοποιώντας το όνομα του δολοφονημένου, επιβιβάζεται σε ένα λεωφορείο με προορισμό την Αθήνα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία κατεβαίνει και επιστρέφει.
Όμως, η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες στους συγχωριανούς του και μετά από μια καταγγελία, καταφθάνουν στο χωριό η αστυνομία και μια ομάδα από δημοσιογράφους, οι οποίοι αρχίζουν τις έρευνες...
Η «Αναπαράσταση» είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος έγραψε το σενάριο βασιζόμενος σε ένα πραγματικό γεγονός που είχε συμβεί το 1969, σε ένα χωριό της Ηπείρου και σοκάρισε την ελληνική κοινωνία.
Η γραμμική αφήγηση του σεναρίου είναι ανύπαρκτη, καθώς γινόμαστε γνώστες του φονικού από τις πρώτες σκηνές της ταινίας και από ‘κει και πέρα, οι μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού και η απολογία των δύο εραστών ζωντανεύουν στην οθόνη, και έτσι βλέπουμε τι ακριβώς επακολούθησε μετά την επιστροφή του άτυχου μετανάστη στην γενέτειρά του. Κι ενώ βλέπουμε όλες τις λεπτομέρειες για το πώς θάφτηκε ο νεκρός και παρακολουθούμε τις ενέργειες που έκαναν οι εραστές προκειμένου να δημιουργούσουν άλλοθι, δεν βλέπουμε ποτέ τον φόνο, μια σκηνή που απεικονίζεται μόνο κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος από τις αστυνομικές αρχές και περνάει νοερά από το μυαλό μας ακούγοντας τις ομολογίες των κατηγορουμένων.
Ο Αγγελόπουλος, κινούμενος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την μυθοπλασία, αναπτύσσει το θέμα του μέσα από δύο διαφορετικές έρευνες: αυτή της αστυνομικής ανάκρισης που αναζητά να βρει ποιος από τους δύο κατηγορούμενους πέρασε την θηλιά στον λαιμό του θύματος, κι εκείνη, μιας ομάδας δημοσιογράφων η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο στο οποίο έλαβε χώρα το αποτρόπαιο έγκλημα, παρουσιάζοντας το εγκαταλελειμμένο, θλιβερό και μίζερο πρόσωπο της ελληνικής υπαίθρου, μια δραματική κοινωνική πραγματικότητα που φέρει μεγάλη ευθύνη για την αποτρόπαια πράξη των δύο παράνομων εραστών.
Τα γενικά πλάνα, οι αργοί ρυθμοί, το μεγάλο βάθος πεδίου και οι ανθρώπινες φιγούρες, που φαίνονται σαν μέλη χορού σε αρχαία τραγωδία, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της ταινίας, κινηματογραφικά στοιχεία αφήγησης που ο Αγγελόπουλος θα καθιερώσει και στις μετέπειτα δημιουργίες του.
Η ασπρόμαυρη, μουντή, υποβλητική φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, είναι ότι ακριβώς χρειάζεται για να αναδειχτεί η θλίψη και η μιζέρια που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων που ζουν στα πέτρινα σπίτια και τους χωμάτινους δρόμους της φτωχικής επαρχίας. Μιας επαρχίας, απλωμένης στις ξερές πλαγιές και τα αγκαθωτά αγριόχορτα των βουνοκορφών, πνιγμένη στα λασπόνερα.
Το μουσικό θέμα της ταινίας, από τον δημοφιλέστατο Ηπειρώτη κλαρινίστα της εποχής, Τάσο Χαλκιά, είναι συγκινητικό, σαγηνευτικό και ταυτόχρονα μεγαλοπρεπές και δημιουργεί ιδιαίτερη αίσθηση.
Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι συγκλονιστικές, ενώ μικρή εμφάνιση πραγματοποιεί στην ταινία και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ως ένας εκ των δημοσιογράφων που διεξάγουν την έρευνα.
Κατά τα λεγόμενα των κινηματογραφικών ιστορικών η «Αναπαράσταση» σηματοδότησε την έναρξη της περιόδου του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, του κινηματογράφου στον οποίο τον αποκλειστικό έλεγχο του τελικού προϊόντος έχει ο σκηνοθέτης, όχι ως τεχνίτης αλλά ως δημιουργός.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1970 και τιμήθηκε με τα Βραβεία Καλύτερης ταινίας, Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Τούλα Σταθοπούλου) και Βραβείο Κριτικών, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Επίσης διακρίθηκε και σε χώρες του εξωτερικού όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Georges Sadoul (καλύτερη ταινία της χρονιάς στη Γαλλία)· Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ· «Ειδική μνεία» της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φόρουμ του Βερολίνου.
Το 1985, χαρακτηρίστηκε ως μία από τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες καταλαμβάνοντας την 3η θέση της λίστας, με 22 ψήφους, σύμφωνα με την ψηφοφορία που διεξάγει μεταξύ 28 μελών της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση